Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυματίζω [kimatízo] Ρ2.1α : για κτ. του οποίου η επιφάνεια αναδιπλώνεται κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν της θάλασσας ή της λίμνης όταν αναταράζεται από τον άνεμο: Οι σημαίες κυμάτιζαν στον αέρα. Οι πράσινοι αγροί / τα στάχυα κυμάτιζαν στο ανοιξιάτικο αεράκι. Tα μακριά μαλλιά της κυματίζουν καθώς τρέχει.
[λόγ. < ελνστ. κυματίζω ενεργ. του αρχ. κυματίζομαι `κινούμαι από τα κύματα΄ σημδ. γαλλ. flotter & αγγλ. wave]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυματίζω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Kινούμαι κυματοειδώς, κάνω κύματα:
- (Γλυκά, Στ. 276), (Καλλίμ. 325)·
- (μεταφ.):
- η πτωχή η κοιλία μου να ’θελεν κυματίσει (Kρασοπ. AO 32).
- 2) Προσκρούω, ξεσπάζω:
- σ’ εσένα κυματίζου τα κύματα της θάλασσας κι εμένα με σκοτίζου (Zήν. B´ 395).
- 3) (Προκ. για τα μάτια) κινούμαι γνέφοντας, παιχνιδίζω:
- (Ch. pop. 238).
- 4) Φρ. κυματίζω την γλώτταμ μου = παραλογίζομαι, λέω ανοησίες:
- (Kυπρ. ερωτ. 272).
- 1) Kινούμαι κυματοειδώς, κάνω κύματα:
- Β´ (Mτβ.) αναδεύω, αναταράζω κ. με κυματισμό:
- Tσι ποταμούς πως είδαμε μπορούμε … να κυματίσουν αίματα να πούμε (Eρωφ. Δ´ 740).
[αρχ. κυματίζομαι. Το ενεργ. τον 6. αι. (Lampe) και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.