Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυμάτιο το [kimátio] Ο40 : (αρχιτ.) προεξέχουσα διακοσμητική γραμμή, στοιχείο κυρίως της αρχαίας ελληνικής κλασικής αρχιτεκτονικής, που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό φέροντος και φερόμενου τμήματος ή για τη διάρθρωση επιφανειών· ανάλογα με τη μορφή της διατομής ή το διάκοσμο διακρίνονται σε ιωνικά, δωρικά κτλ.
[λόγ. < αρχ. κυμάτιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυμάτιον το.
-
- Mικρό κύμα·
- (εδώ τεχνικός όρος) κυματοειδές σκάλισμα (Ορλάνδος-Τραυλός 1986: 162-3· λιγότερο πιθ. να πρόκ. εδώ για τα «νερά» του μαρμάρου):
- Λευκά ευμήκιστα εισί (ενν. τα μάρμαρα) και γέμουσι κυμάτια (Παϊσ., Iστ. Σινά 537).
- (εδώ τεχνικός όρος) κυματοειδές σκάλισμα (Ορλάνδος-Τραυλός 1986: 162-3· λιγότερο πιθ. να πρόκ. εδώ για τα «νερά» του μαρμάρου):
[αρχ. ουσ. κυμάτιον. T. τζυμάτζι σήμ. ιδιωμ.]
- Mικρό κύμα·