Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυλιόμενος -η -ο [kiliómenos] Ε5 : 1. για ατέρμονη μηχανική κατασκευή η οποία επιτρέπει την αυτόματη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων: Kυλιόμενες κλίμακες / σκάλες, για την άνοδο και την κάθοδο ανθρώπων σε χώρους όπου υπάρχει μαζική διακίνηση. ~ διάδρομος, ιμάντας μεταφοράς αντικειμένων. ~ τάπητας, για τη δοκιμασία σε τεστ κοπώσεως. 2. (μτφ.): Kυλιόμενη απεργία*.
[λόγ. < αρχ. κυλιόμενος μπε. του κυλίω (δες στο κυλώ) σημδ. γαλλ. roulant]