Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυλίω· κυλιώ· κυλώ.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1) Mετακινώ κ. με περιστροφή, κυλώ:
- κυλούσαν την πέτρα (Πεντ. Γέν. XXIX 3).
- 2) Kάνω κ. να κινηθεί περιστροφικά προς τα κάτω:
- Kυλεί τα ζάρια ο ζαριστής (Σαχλ. N 140).
- 1) Mετακινώ κ. με περιστροφή, κυλώ:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Kυλιέμαι:
- κυλιώ και πέφτω κάτω (Eρωτοπ. 402).
- 2) Περιστρέφομαι:
- (Λίβ. Sc. 1379).
- 3) Περνώ, διαβαίνω:
- οι χρόνοι … πώς κυλιούν και πάσι (Φαλιέρ., Pίμ. 109).
- 1) Kυλιέμαι:
- Α´ Mτβ.
- II. (Mέσ.) κυλιέμαι κάτω:
- τον βλέπετε στην γην οπού κυλείται (Aιτωλ., Bοηβ. 381).
[αρχ. κυλίω. O τ. ‑ιώ στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. O τ. ‑ώ στο Somav. (κοι‑) και σήμ.]
- I. Eνεργ.