Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλώπειος -α -ο [kiklópios] Ε6 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kύκλωπες: Kυκλώπεια τείχη, ονομασία που δόθηκε στα γιγαντιαία τείχη των μυκηναϊκών χρόνων, κατασκευασμένα από μεγάλους ακανόνιστους λίθους που συναρμολογούνταν χωρίς συνδετικό υλικό. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός, συνήθ. ως χαρακτηρισμός ογκώδους κατασκευής.
[λόγ. < αρχ. Κυκλώπειος]