Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυκλώπειος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλώπειος -α -ο [kiklópios] Ε6 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kύκλωπες: Kυκλώπεια τείχη, ονομασία που δόθηκε στα γιγαντιαία τείχη των μυκηναϊκών χρόνων, κατασκευασμένα από μεγάλους ακανόνιστους λίθους που συναρμολογούνταν χωρίς συνδετικό υλικό. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός, συνήθ. ως χαρακτηρισμός ογκώδους κατασκευής.

[λόγ. < αρχ. Κυκλώπειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες