Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλώνω [kiklóno] -ομαι Ρ1 : περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κπ. ή από κτ.: H αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο. Ο λόχος μας κυκλώθηκε από εχθρούς.
[μσν. κυκλώνω < αρχ. κυκλ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυκλώνω.
-
- 1) Περιβάλλω, περιτριγυρίζω:
- Eίδε το κύκλωμα της γης που θάλασσα κυκλώνει (Θησ. IA´ [23]).
- 2) Περικυκλώνω:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 1044)·
- ως την κεφαλήν αποπάνω τους κυκλώνει (ενν. η φωτιά) (Aποκ. Θεοτ. 64).
[αρχ. κυκλόω. H λ. και σήμ.]
- 1) Περιβάλλω, περιτριγυρίζω: