Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλοφοριακός 1 -ή -ό [kikloforiakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία οχημάτων και πεζών ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφοριακό πρόβλημα / χάος. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. || (ως ουσ.) το κυκλοφοριακό, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων: Προτείνονται μέτρα για τη λύση του κυκλοφοριακού.
[λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός]