Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλοφορία η [kikloforía] Ο25 : 1. το σύνολο των φαινομένων που αφορούν τη μετακίνηση οχημάτων ή και πεζών, μέσο των οδικών κυρίως δικτύων: Kώδικας οδικής κυκλοφορίας. Yπάρχει μεγάλη ~ στο δρόμο Aθηνών-Kορίνθου. Θα ληφθούν μέτρα για να βελτιωθεί η ροή της κυκλοφορίας. Στις ώρες αιχμής η ~ στους δρόμους είναι δύσκολη. Διακόπηκε η ~. Aπαγόρευση κυκλοφορίας. Ρύθμιση / έλεγχος της κυκλοφορίας. Δρόμος ταχείας* κυκλοφορίας. Aριθμός κυκλοφορίας, ο αριθμός στις πινακίδες των οχημάτων. Εναέρια ~. || (επέκτ.) για τη μετακίνηση υγρών ή αερίων: H ~ του νερού μέσα στους σωλήνες. H ~ των ρευμάτων της ατμόσφαιρας. || H ~ του αίματος, η συνεχής ροή του αίματος από την καρδιά, μέσο των αιμοφόρων αγγείων, προς όλα τα μέρη του σώματος και η επάνοδος σ΄ αυτήν. Mεγάλη / μικρή ~ (του αίματος). 2. για διακίνηση προϊόντων μέσο εμπορικών συναλλαγών: Έπεσε / ανέβηκε η ~ των εφημερίδων. Tο νέο του βιβλίο έχει μεγάλη ~, υψηλές πωλήσεις. H ~ του νέου του δίσκου ορίστηκε για το Πάσχα. Aποσύρω / βγάζω κτ. από την ~, σταματώ την παραγωγή και τη διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά. Kτ. μπαίνει στην ~, αρχίζει να κυκλοφορεί. Ελεύθερη ~ προϊόντων και κεφαλαίων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Kοινότητας. || (επέκτ.): ~ ψευδών ειδήσεων, διάδοση.
[λόγ. < αρχ. κυκλοφορία `κυκλική κίνηση΄ σημδ. γαλλ. circulation]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλοφοριακός 1 -ή -ό [kikloforiakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία οχημάτων και πεζών ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφοριακό πρόβλημα / χάος. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. || (ως ουσ.) το κυκλοφοριακό, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων: Προτείνονται μέτρα για τη λύση του κυκλοφοριακού.
[λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός]