Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλοθυμικός -ή -ό [kikloθimikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κυκλοθυμία, που χαρακτηρίζεται από κυκλοθυμία: Kυκλοθυμική συμπεριφορά. Kυκλοθυμικές αντιδράσεις. Είναι ~, πάσχει από κυκλοθυμία. || (ως ουσ.).
[λόγ. < γερμ. Zyklothyme < Zyklothymie = κυκλοθυμ(ία) -ικός]