Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκλικός -ή -ό [kiklikós] Ε1 : 1. που διαγράφει έναν κύκλο: Kυκλική κίνηση / πορεία. ~ χορός. || (χημ.) κυκλικές ενώσεις, οργανικές ενώσεις που περιέχουν στα μόριά τους κλειστή αλυσίδα. 2. για κατασκευή της οποίας η κάτοψη έχει σχήμα κύκλου: Kυκλικό οικοδόμημα. Kυκλικό θέατρο. 3. για κτ. που επανέρχεται περιοδικά: (οικον.) κυκλικές κρίσεις. 4. κυκλικοί ποιητές, ποιητές που έγραψαν επικά ποιήματα ύστερα από τον Όμηρο βασισμένα σε γεγονότα προγενέστερα ή μεταγενέστερα της Iλιάδας και της Οδύσσειας.
κυκλικά & (λόγ.) κυκλικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κυκλικός & σημδ. γαλλ. cyclique, αγγλ. cyclic < λατ. cyclicus < αρχ. κυκλικός & γαλλ. circulaire, αγγλ. circular· λόγ. < αρχ. κυκλικῶς]