Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκεώνας ο [kikeónas] Ο2 : πλήθος από ανοργάνωτα στοιχεία, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να οργανωθούν σε ένα σύνολο: Παράδερνε σε έναν κυκεώνα σκέψεων. || κατάσταση πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη: Mπλέξαμε στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. κυκεών, αιτ. -ῶνα `ανακάτεμα΄, αρχ. σημ.: `ζωμός από διάφορα δημητριακά΄]