Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυκεών ο.
-
- Ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων υλικών·
- (εδώ μεταφ.):
- κυκεώνα θλίψεων (Γλυκά, Στ. 75).
- (εδώ μεταφ.):
[αρχ. ουσ. κυκεών. Τ. ‑ώνας σήμ.]
- Ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων υλικών·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυκεώνας ο [kikeónas] Ο2 : πλήθος από ανοργάνωτα στοιχεία, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να οργανωθούν σε ένα σύνολο: Παράδερνε σε έναν κυκεώνα σκέψεων. || κατάσταση πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη: Mπλέξαμε στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. κυκεών, αιτ. -ῶνα `ανακάτεμα΄, αρχ. σημ.: `ζωμός από διάφορα δημητριακά΄]