Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυβιστικός -ή -ό [kivistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κυβισμό 2: Kυβιστική τεχνοτροπία. ~ πίνακας ζωγραφικής.
[λόγ. κυβι στ(ής) -ικός]