Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυβισμός 1 ο [kivizmós] Ο17 : 1α. ο όγκος ενός αντικειμένου καταμετρημένος σε κυβικά μέτρα. β. (μηχ.) ένα από τα κύρια στοιχεία για τον υπολογισμό της ισχύος μιας μηχανής εσωτερικής καύσης, το οποίο συνίσταται στον υπολογισμό του όγκου που διαγράφεται κατά τη διαδρομή του εμβόλου μέσα στον κύλινδρο (ή στους κυλίνδρους της)· κυλινδρισμός: Aυτοκίνητο / μοτοσικλέτα μεγάλου / μικρού κυβισμού. 2. αναγωγή ενός αριθμού στον κύβο.
[λόγ.: 2: ελνστ. κυβισμός· 1: σημδ. γαλλ. cubage (< cube < λατ. cubus < αρχ. κύβος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυβισμός 2 ο : τεχνοτροπία των εικαστικών τεχνών η οποία εμφανίζεται στις αρχές του 20ού αι. και σύμφωνα με την οποία αντικείμενα, τοπία και άνθρωποι αναλύονται στις γεωμετρικές φόρμες τους και απεικονίζονται σαν πολύπλευρα ή πολυεδρικά γεωμετρικά στερεά.
[λόγ. < γαλλ. cubisme < cub(e) < αρχ. κύβ(ος) -isme = -ισμός]