Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυβικός -ή -ό [kivikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κύβο: Kυβικό μέτρο, μονάδα μέτρησης του όγκου, ίση με κύβο του οποίου η ακμή είναι ένα μέτρο, και ως ουσ. το κυβικό: Δέκα κυβικά ξυλείας / νερού. Kυβική ρίζα του α, η τρίτη ρίζα ενός αριθμού, δηλαδή ο αριθμός ο οποίος, όταν πολλαπλασιαστεί τρεις φορές επί τον εαυτό του δίνει τον α. Kυβική μονάδα, η τρίτη δύναμη μιας μονάδας, κυρίως η τρίτη δύναμη μονάδων μήκους.
[λόγ. < αρχ. κυβικός & σημδ. γαλλ. (racine) cubique]