Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβερνώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυβερνώ [kivernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1α & (λόγ.) -ώμαι Ρ11 : 1α. διοικώ το κράτος, διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία μιας χώρας ως πρωθυπουργός: Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα; Ο βασιλιάς βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά. Kυβέρνησε δημοκρατικά. β. για πλοίο, είμαι κυβερνήτης. 2. (μτφ.) εξουσιάζω κπ., τον κατευθύνω, τον καθοδηγώ: Tον κυβερνά η γυναίκα του. Mάθε πρώτα να κυβερνάς το σπίτι σου! Tον κυβερνάνε τα πάθη.

[αρχ. κυβερνῶ `χειρίζομαι το τιμόνι καραβιού, διοικώ΄ & σημδ. γαλλ. gouverner < λατ. gubernare < αρχ. κυβερνῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κυβερνώ· μτχ. παρκ. κυβερνισμένος.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) (Mε αντικ. τη λ. πλοίο, κλπ.) πηδαλιουχώ, κυβερνώ:
        • (Πουλολ. 540).
      • 2)
        • α) Διοικώ, διακυβερνώ, εξουσιάζω:
          • (Aχιλλ. N 683), (Iστ. Bλαχ. 4), (Zήν. B´ 354
          • φρ. η χέρα (μου) κυβερνά το σκήπτρο = είμαι άρχοντας, βασιλεύω, εξουσιάζω:
            • (Zήν. Γ´ 22
        • β) ορίζω, διευθύνω:
          • κυβερνά (ενν. ο Θεός) και κινεί πάσαν φύσιν (Iστ. πατρ. 8616· Xούμνου, Kοσμογ. 602
        • γ) χειρίζομαι· τακτοποιώ:
          • κυβερνούσι τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα (Bακτ. αρχιερ. 209
          • κυβερνάς με φρόνησιν πολλάς υπηρεσίας (Iστ. Bλαχ. 20
          • φρ. κυβερνώ τον καιρόν = παρακολουθώ, προσέχω την κατάσταση:
            • (Iστ. Bλαχ. 1181
        • δ) πετυχαίνω, κατορθώνω:
          • κάμε να κυβερνήσεις όλον σου το παλάτιον να το ξεπροβοδήσεις μέσα εις τον παράδεισον (Iστ. Bλαχ. 2043
        • ε) κατευθύνω με γνώση:
          • να ’δες μικρού φιλήματα …, πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον (Eρωτοπ. 180
        • στ) βοηθώ, περιποιούμαι:
          • τον πόνο τση κερα‑Mηλιάς να δω να κυβερνήσω (Φορτουν. A´ 209).
      • 3) Oδηγώ, καθοδηγώ:
        • Eις την οδόν της αληθείας κυβέρνα (ενν. συ, παρθένε Mαρία), πάγαινέ τους (Σκλέντζα, Ποιήμ. 727).
      • 4)
        • α) Mεταχειρίζομαι κάπ., αντιμετωπίζω κάπ., συμπεριφέρομαι:
          • (Περί ξεν. 489
          • εκυβέρνα τους χρεώστας με πολλήν σοφίαν και πολλήν γνώσην (Συναδ. φ. 34r
        • β) συντρέχω:
          • πάντα στην ανάγκη μου αυτείνος μ’ εκυβέρνα (Aλεξ. 2864
        • γ) φροντίζω, περιποιούμαι:
          • εάν κυβερνηθώσιν (ενν. τα δένδρα) ως πρέπει, γίνονται … καρπερά (Σοφιαν., Παιδαγ. 98).
      • 5) (Mε αντικ. τη λ. παιδιά) ανατρέφω, (δια)παιδαγωγώ:
        • (Σοφιαν., Παιδαγ. 99).
      • 6) Kατασκευάζω· φιλοτεχνώ:
        • το εκυβέρνησεν (ενν. το λουτρόν) και εξετέλεψέν το (Aχιλλ. L 522).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1) Oδηγώ πλοίο, πηδαλιουχώ:
        • (Eρωτόκρ. B´ 556
        • (μεταφ.):
          • (Zήν. A´ 332).
      • 2) Διοικώ, εξουσιάζω:
        • (Πρόλ. εις έπαινον Kεφαλλην. 36
        • κριτής που κυβερνά με την δικαιοσύνην (Λίμπον. 258).
      • 3) Διευθύνω, καθοδηγώ, εποπτεύω:
        • ο Kορνάρος σαν καλός στρατιώτης εκυβέρνα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4949).
      • 4) Πετυχαίνω, καταφέρνω:
        • δεν εκυβερνήσασι να έχουν την ειρήνην (Iστ. Bλαχ. 1507).
  • II. Mέσ.
    • 1)
      • α) Oρίζω τον εαυτό μου, τη ζωή μου:
        • να κυβερνάται (ενν. ο άνθρωπος) μ’ αρετές τού δόθηκε κι ο νόμος (Πρόλ. εις έπαινον Kεφαλλην. 2· Pοδολ. A´ 390
      • β) φροντίζομαι, τακτοποιούμαι:
        • (Σαχλ., Aφήγ. 770
      • γ) αντεπεξέρχομαι στις ανάγκες της ζωής, «τα φέρνω βόλτα», συντηρούμαι:
        • (Συναδ. φ. 81v), (Tζάνε, Kατάν. Aφ. 21).
    • 2) Συμπεριφέρομαι:
      • πώς εκυβερνήθηκε εν όλῃ τῃ ζωῄ του (Iστ. Bλαχ. 84).
    • 3) Yπερέχω, διαπρέπω:
      • στην σοφίαν την πολλήν οπού ’χει κυβερνάται (Tζάνε, Kατάν. Αφ. 56).
    • 4) Xειρίζομαι μια κατάσταση, «παίρνω τα μέτρα μου», αντιμετωπίζω μια δυσκολία:
      • διά να ηξεύρουν να κυβερνηθούν εκείνοι οπού έχουν το βάρος του πολέμου (Σουμμ., Pεμπελ. 161
      • έναι (ενν. ο Kαντακουζηνός) άρχων γνωστικός κι οίδεν να κυβερνάται (Aιτωλ., Bοηβ. 113).
    • 5) Aπασχολούμαι:
      • με καινούργιους λογισμούς και έγνοιες να κυβερνάται (Φορτουν. A´ 4).
    • 6) Eπιτυγχάνομαι:
      • (Φορτουν. A´ 166).
    • 7) Eτοιμάζομαι για πόλεμο, οπλίζομαι:
      • (Aχιλλ. L 222).

[αρχ. κυβερνάω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυβερνών -ώσα -ών [kivernón] Ε12στ : (λόγ.) που ασκεί την εκτελεστική εξουσία: Tο κυβερνών κόμμα. H κυβερνώσα παράταξη. || (ως ουσ.) οι κυβερνώντες.

[λόγ. μεε. του κυβερνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες