Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυβερνητικός -ή -ό [kivernitikós] Ε1 : α. που ανήκει στην κυβέρνηση ή που έχει σχέση με αυτή: ~ ανασχηματισμός. Λήψη κυβερνητικών μέτρων. Ο ~ εκπρόσωπος. Kυβερνητική πηγή. || που ανήκει στο κόμμα από το οποίο προέρχεται η κυβέρνηση: Οι κυβερνητικοί βουλευτές. Kυβερνητικό κόμμα, από το οποίο προέρχεται η κυβέρνηση. β. που είναι φιλικός προς την κυβέρνηση· φιλοκυβερνητικός. ANT αντικυβερνητικός: ~ τύπος, οι εφημερίδες που πρόσκεινται στην κυβέρνηση. || (ως ουσ.).
[λόγ. κυβέρνη(ση) -τικός (διαφ. το αρχ. κυβερνητικός `ικανός τιμονιέρης΄)]