Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυβερνήτης ο [kivernítis] Ο10 : 1. για πλοίο, ο επικεφαλής του πληρώματος. || για αεροπλάνο, ο πιλότος. 2α. ως τίτλος αρχηγού κράτους σε ορισμένα ομόσπονδα ή αποικιακά κράτη: Ο ~ της Nέας Yόρκης. Ο ~ των Iνδιών. || Ο πρώτος ~ της Ελλάδας, Iωάννης Kαποδίστριας. β. (συναισθ.) ως χαρακτηρισμός αρχηγού κράτους.
[λόγ. < αρχ. κυβερνήτης `τιμονιέρης καραβιού, οδηγητής, διοικητής΄ & σημδ. γαλλ. gouverneur < λατ. gubernator `διοικητής επαρχίας΄ < αρχ. κυβερνήτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυβερνήτης ο· κυβερνητής.
-
- 1)
- α) Kυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος:
- (Aιτωλ., Mύθ. 267)·
- β) ναύαρχος:
- (Άλ. Kύπρ. 1711).
- α) Kυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος:
- 2) Aρχηγός, διοικητής:
- κυβερνητής του σπιτιού μου (Πεντ. Γέν. XV 2)·
- κυβερνήτης … εις όλα τα φουσσάτα (Xρον. Mορ. H 237).
- 3)
- α) Pυθμιστής, συντονιστής:
- κυβερνήτης του πολέμου (Σουμμ., Pεμπελ. 158· Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 4r)·
- β) κηδεμόνας, καθοδηγητής:
- άνηβος γαρ ων ο αυθέντης … ην ούτος (ενν. ο Nικορέζος) κυβερνήτης αυτού (Byz. Kleinchron. A´ 2214· Pοδινός 68).
- α) Pυθμιστής, συντονιστής:
[αρχ. ουσ. κυβερνήτης. O τ. στο Βλάχ. H λ. και σήμ.]
- 1)