Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτύπημα το· ακτύπημα.
-
- 1) Ήχος, θόρυβος από σύγκρουση:
- (Bουστρ. 8010).
- 2) Xτύπημα, πλήγμα:
- εξαιμάτωσαν (ενν. τα ποδάρια) από τα κτυπήματα των πετρών (Διγ. Άνδρ. 37013)·
- (μεταφ.):
- να γκρεμνιστούσι (ενν. οι ελπίδες) και κτύπημα να πάρουσι βαρύ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [310]).
[αρχ. ουσ. κτύπημα. T. αχτύπημαν σήμ. κυπρ. H λ. και τ. χτύ‑ και σήμ.]
- 1) Ήχος, θόρυβος από σύγκρουση: