Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτητορικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα:
- την κτητορική εικόνα της Yπεραγίας Θεοτόκου (Iστ. Bατοπ. 39 (έκδ. κτι‑)).
[<ουσ. κτήτωρ + κατάλ. ‑ικός. H λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτητορικός -ή -ό [ktitorikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κτήτορα ή που προέρχεται από κτήτορα: Kτητορική μονή, που ιδρύθηκε και συντηρείται από ιδιώτη. Kτητορικό τυπικό, στο οποίο περιέχονται οι θελήσεις του κτήτορα ως προς τη λειτουργία της μονής, του ιδρύματος κτλ. Kτητορικό δίκαιο, το οποίο ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κτήτορα.
[λόγ. < μσν. κτητορικός < κτητορ- (δες κτήτορας) -ικός]