Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτητικός -ή -ό [ktitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κτήσηI: Tο κτητικό ένστικτο. Έχει κτητικές τάσεις, για κπ. που έχει την τάση να θεωρεί τα πάντα ως κτήμα του. || (γραμμ.) που δηλώνει κτήση: Kτητικές αντωνυμίες, που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κτ. Kτητικά σύνθετα, που σημαίνουν εκείνον ο οποίος έχει κτ. ως κτήμα του, π.χ. γαλανομάτης. Γενική κτητική.
[λόγ. < αρχ. κτητικός]