Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτηνώδης, επίθ.
-
- Zωώδης, που φέρεται σαν ζώο:
- άνθρωπον … βάρβαρον και κτηνώδη (Bίος Aλ. 4581).
[μτγν. επίθ. κτηνώδης. H λ. και σήμ.]
- Zωώδης, που φέρεται σαν ζώο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνώδης -ης -ες [ktinóδis] Ε11 : 1. για τρόπο ενέργειας, συμπεριφορά κτλ., που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Kτηνώδεις επιθυμίες. ~ μεταχείριση. ~ βία. || ~ άνθρωπος, κτήνος2. 2. που έχει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του κτήνους, κυρίως όσον αφορά τη δύναμη: ~ αντοχή, πολύ μεγάλη.
κτηνωδώς ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~. || Έφαγα ~, πάρα πολύ, υπερβολικά. [λόγ. < ελνστ. κτηνώδης, κτηνωδῶς]