Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνωδία η [ktinoδía] Ο25 : πράξη ή συμπεριφορά κτηνώδης: Aυτό που έκαναν ήταν σκέτη ~. Στους πολέμους διαπράττονται πολλές κτηνωδίες.
[λόγ. < ελνστ. κτηνωδία `ζωομορφία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]