Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτηνοτροφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνοτροφικός -ή -ό [ktinotrofikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηνοτρόφο ή στην κτηνοτροφία: ~ συνεταιρισμός. Kτηνοτροφικά προϊόντα. Kτηνοτροφική χώρα, που παράγει κτηνοτροφικά προϊόντα.

[λόγ. κτηνοτροφ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες