Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνιατρικός -ή -ό [ktiniatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην κτηνιατρική: ~ σύλλογος. Kτηνιατρικό συνέδριο. Kτηνιατρική σχολή / κλινική.
[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ικός]