Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηματικός -ή -ό [ktimatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κτήμα ή στα κτήματα: Kτηματική περιουσία. Kτηματικές διαφορές, διαφορές που έχουν σχέση με την αμφισβήτηση της κυριότητας κτημάτων. Kτηματική πίστη, πίστωση που δίνεται με υποθήκη ενός ακινήτου. Kτηματική Tράπεζα.
[λόγ. < ελνστ. κτηματικός]