Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηματίας ο [ktimatías] Ο2 : αυτός που έχει μεγάλη κτηματική περιουσία και που ζει από τα εισοδήματα των κτημάτων του.
[λόγ. κτηματ- (κτήμα) -ίας]