Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτίστης ο [ktístis] Ο10 : 1. ο χτίστης. 2. (εκκλ.) ο Kτίστης του κόσμου, ο Θεός.
[λόγ.: 1: αρχ. κτίστης· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κτίστης ο· κτιστής· πληθ. κτιστάδες.
-
- 1) Xτίστης, οικοδόμος:
- έβλεπεν τους τεχνίτας … και όλους τους κτιστάδες (Hagia Sophia ω 5185).
- 2) (Προκ. για το Θεό) δημιουργός:
- (Πτωχολ. α 896).
[αρχ. ουσ. κτίστης. H λ. και τ. χτί‑ και σήμ.]
- 1) Xτίστης, οικοδόμος: