Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτίσμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτίσμα το [ktízma] Ο48 : I. γενική ονομασία για οτιδήποτε έχει χτιστεί. II. το δημιούργημα του Θεού, σε αντιδιαστολή προς το Δημιουργό.

[λόγ. < ελνστ. κτίσμα]

[Λεξικό Κριαρά]
κτίσμα το· κτίσμαν.
  • 1) Xτίσιμο:
    • το κτίσμα της Πόλεως (Xρον. βασιλέων 238).
  • 2) Oικοδόμημα:
    • (Hagia Sophia ω 5098).
  • 3) Δημιούργημα:
    • πιστεύω εις Θεόν …, ποιητήν ουρανού και γης και πάντων των κτισμάτων (Διγ. Z 1065).

[μτγν. ουσ. κτίσμα. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες