Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτίριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτίριο το [ktírio] Ο40 : μεγάλο συνήθ. κτίσμα, προορισμένο να καλύψει στεγαστικές ανάγκες (κατοικίας, δουλειάς, ψυχαγωγίας κτλ.): Tο ~ της Φιλοσοφικής Σχολής. Δημόσια κτίρια, στα οποία στεγάζονται δημόσιες υπηρεσίες. Kτίρια γραφείων. Ένα νεοκλασικό ~.

[λόγ. < μσν. κτίριον < *οικτήριον < αρχ. οἰκητήριον `χώρος κατοικίας΄ παρετυμ. κτίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτιριολογία η [ktiriolojía] Ο25 : κλάδος της οικοδομικής.

[λόγ. κτίρι(ον) -ο- + -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες