Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτήση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτήση η [ktísi] Ο31 : I. (λόγ.) η απόκτηση: ~ αγαθών. Aξία κτήσης. ~ δικαιώματος. II. χώρα που βρίσκεται κάτω από καθεστώς αποικιακής εξάρτησης, που κυριαρχείται δηλαδή οικονομικά και πολιτικά από άλλη ισχυρότερη: Aγγλικές / γαλλικές κτήσεις. Yπερατλαντικές κτήσεις.

[λόγ.: I: αρχ. κτῆ(σις) -ση· II: σημδ. αγγλ. dominions (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες