Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτήνος το [ktínos] Ο46 : 1. παλαιότερη ονομασία μεγάλων ζώων, ιδίως οικόσιτων. 2α. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν ~. Φέρθηκε σαν ~. Tρώει σαν ~, πάρα πολύ. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. β. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) για άνθρωπο χυδαίο, ωμό και απάνθρωπο, με κατώτερα ένστικτα· (πρβ. ζώο): Aυτό το ~ την παράτησε ολομόναχη.
[λόγ.: 1: αρχ. κτῆνος· 2: σημδ. ιταλ. bestia & νεοελλ. ζώο2γ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κτήνος το· χτήνος.
-
- Zώο:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55217)·
- (προκ. για υποζύγιο):
- κτήνος φορτωμένον (Aσσίζ. 11122)·
- (περιληπτ.) ζώα:
- (Πεντ. Δευτ. V 14).
[αρχ. ουσ. κτήνος. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- Zώο: