Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρύωμα το [kríoma] Ο49 : 1. (οικ.) η μείωση της θερμοκρασίας: H σούπα θέλει ~. 2. ελαφρό κρυολόγημα: Άρπαξα ένα γερό ~.
κρυωματάκι το YΠΟKΟΡ. [κρυώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρύωμα το· κρυώμα.
-
- Kρύο, ψύχος:
- τον Απρίλιον …πολύ κρύωμα με χιόνι έκαμεν (Συναδ. φ. 81v).
[<κρυώνω + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Kρύο, ψύχος: