Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύσταλλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρύσταλλος η [krístalos] Ο36 & κρύσταλλος ο [krístalos] Ο19 : 1. (φυσ.) το κανονικό πολυεδρικό σχήμα που παίρνουν τα περισσότερα σώματα, όταν περνούν από τη ρευστή στη στερεή κατάσταση. || Yγρή ~. 2. ορυκτό διαφανές και σκληρό που έχει τη μορφή και το σχήμα κρυστάλλου. 3. (λόγ.) το κρύσταλλο.

[λόγ.: 2: αρχ. κρύσταλλος ὁ και ελνστ. ἡ· 1, 3: γαλλ. cristal (στη νέα σημ.) < λατ. crystallus < αρχ. κρύσταλλος]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύσταλλος ο.
  • Πάγος:
    • (Kαλλίμ. 403).
  • Ως επίθ., εδώ στο θηλ. = κρυστάλλινος:
    • πηγάς κρυστάλλους και γλυκείας (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 87).

[αρχ. ουσ. κρύσταλλος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλόσαρκος, επίθ.
  • Που είναι σαν κρύσταλλο, λαμπερός, αστραφτερός (ή πιθ. που η σάρκα του είναι «κρουστή»):
    • κρυσταλλόσαρκον τράχηλον (Λίβ. N 1409).

[<ουσ. κρύσταλλον + σάρκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες