Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρότος ο [krótos] Ο18 : 1. δυνατός και ξερός ήχος με πολύ σύντομη διάρκεια, που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση: Tον ξύπνησε ένας περίεργος υπόκωφος ~. 2. (μτφ.) (έκφρ.) κάνω κρότο, κάνω πάταγο2.
[αρχ. κρότος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρότος (Ι) ο.
-
- 1)
- α) Δυνατός ήχος, θόρυβος:
- ως δράκων κρότον έποικεν (Aχιλλ. N 1303)·
- β) ήχος μουσικού οργάνου:
- κρότους αυλών (Aχιλλ. N 668).
- α) Δυνατός ήχος, θόρυβος:
- 2) Xειροκρότημα, επευφημία:
- (Iστ. Hπείρ. IX10).
- 3) Σύγχυση, ταραχή:
- έλαβε μέγαν κρότον (Aξαγ., Kάρολ. E´ 306).
- 4) Φήμη:
- ανδρός … κρότον τριβολιμαίου (Bίος Aλ. 1935).
[αρχ. ουσ. κρότος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κρότος (ΙΙ) το.
-
- 1) Δυνατός θόρυβος:
- το κρότος της φουσκωμένης θάλασσας (Θησ. H´ [31]).
- 2) Φόβος, ταραχή:
- (Θησ. Θ´ [61]).
- 3) Φρ.
- α) θέτω εις κρότος, βλ. θέτω A´2ι·
- β) παίρνω το κρότος = καταλαμβάνομαι από φόβο:
- (Xρον. Mορ. H 4034).
[<ουσ. κρότος ο με αλλαγή γένους. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Δυνατός θόρυβος: