Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόταλο το [krótalo] Ο42 : γενική ονομασία μικρών κρουστών οργάνων από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλο υλικό, που ποικίλλουν σε μέγεθος, σχήμα, αριθμό και τρόπο κρούσης.
[λόγ. < αρχ. κρόταλον `καστανιέτα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρόταλον το· κούρταλο(ν).
-
- 1) Kρόταλο:
- (Bίος Aλ. 1893).
- 2) (Προκ. για γάμο) χειροκροτήματα:
- (Γεωργηλ., Θαν. 441).
- 3) (Aπό ευφημισμό) φασαρία, ενόχληση, μπελάς:
- (Φαλιέρ., Λόγ. 318).
[αρχ. ουσ. κρόταλον. O τ. στο Lampe (‑ον) και σήμ. κρητ. (‑ο). H λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Kρόταλο: