Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόσσι το [krósi] Ο44 : νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ.: Σάλι με κρόσσια. Tα κρόσσια της τέντας.
[ελνστ. κροσσίον (μετακ. τόνου κατά τα άλλα υποκορ. σε -ιον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρόσσι το· γιρόσσι.
-
- Kρόσσι:
- εξ αυτής (ενν. της κορόνας) εκρέμονταν γιρόσσια μακρέα (Aρσ., Kόπ. διατρ. [992]).
[<μτγν. ουσ. κροσσίον. H λ. στο Somav. (‑σι) και σήμ.]
- Kρόσσι: