Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρόκος ο.
-
- 1)
- α) Bαφική ύλη από το φυτό κρόκος, ζαφορά (βλ. και ά.):
- (Διγ. A 3738)·
- β) καρύκευμα από το φυτό κρόκος:
- (Πουλολ. 609).
- α) Bαφική ύλη από το φυτό κρόκος, ζαφορά (βλ. και ά.):
- 2) Kρόκος, κιτρινάδι του αβγού:
- μη τρώγει … αβγόν ροφητόν, πλην μόνον τον κρόκον (Σταφ., Iατροσ. 498).
- Ως προσωποπ.:
- (Πωρικ. I 35).
[αρχ. ουσ. κρόκος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόκος 1 ο [krókos] Ο18 : 1. γένος φυτών που περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και άλλων χωρών, τα οποία καλλιεργούνται για λόγους καλλωπιστικούς, και τα αποξηραμένα στίγματα των λουλουδιών τους χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, στη μαγειρική ή ως χρωστική ουσία. 2. η ζαφορά.
[αρχ. κρόκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόκος 2 ο : το κίτρινο μέρος του αυγού.
[ελνστ. κρόκος < αρχ. κρόκος (δες κρόκος 1) από την ομοιότητα του χρώματος]