Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρωγμός ο [kroγmós] Ο17 : (λόγ.) η άγρια και αποκρουστική φωνή του κόρακα, και γενικά φωνή πουλιού που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κράξιμο1. || (επέκτ.) για κραυγές ανθρώπων βραχνές, άγριες, επιθετικές και αντιπαθητικές.
[λόγ. < ελνστ. κρωγμός]