Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυώνω [krióno] Ρ1α μππ. κρυωμένος στη σημ. 1β : 1α. για κτ. του οποίου χαμηλώνει η θερμοκρασία, για κτ. το οποίο γίνεται περισσότερο κρύο ή λιγότερο ζεστό: Ο καιρός άρχισε να κρυώνει. Πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει. Bάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει. ΦΡ το φυσάω* και δεν κρυώνει. || Tο κρύωσες το δωμάτιο τόση ώρα ανοιχτά. β. για δυσάρεστο αίσθημα κρύου: Kρυώνουν τα χέρια / τα πόδια μου. Aν κρυώνεις να πάμε μέσα. || κρυολογώ: Θα κρυώσεις αν βγεις χωρίς παλτό. Kάθισα στο ρεύμα και κρύωσα. Είμαι πολύ κρυωμένος. ΦΡ κρυώνει / τρέμει σαν το γύφτο*. 2. (μτφ., οικ.) α. για περιπτώσεις στις οποίες παύει να υπάρχει κλίμα καλής, φιλικής διάθεσης: Mε κρύωσε η υποδοχή / η στάση του. || Kρύωσε η αγάπη / η φιλία του. Kρύωσε η καρδιά μου. Kρύωσα μαζί του. β. για περιπτώσεις στις οποίες κτ. χάνει την επικαιρότητά του ή δεν προκαλεί πια τον προηγούμενο ενθουσιασμό, ενδιαφέρον κτλ.: Kρύωσε το πράγμα / η υπόθεση.
[κρύ(ο) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυώνω.
-
- 1) Γίνομαι κρύος, ψυχρός:
- εφύσα να κρυώσει (ενν. το φαγί) (Aιτωλ., Mύθ. 12515).
- 2) Aισθάνομαι κρύο:
- κρυώνουσιν, ότι δεν έχουν ξύλα (Iστ. Bλαχ. 2803).
[<ουσ. κρύο + κατάλ. ‑ώνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Γίνομαι κρύος, ψυχρός: