Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφτό το [kriftó] Ο38 : ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο ο ένας από τους παίκτες προσπαθεί να βρει πού έχουν κρυφτεί οι υπόλοιποι. ΦΡ παίζω* ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. κρυφτός < αρχ. κρυπτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφτός, επίθ.,
- βλ. κρυπτός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφτούλι το [kriftúli] Ο44α : 1. το κρυφτό. 2. (μτφ., οικ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπεκφυγές και κρυψίνοια.
[κρυφτ(ό) -ούλι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφτούλι το.
-
- Eίδος παιγνιδιού, το κρυφτό:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1047]).
[<ουσ. κρυφτό (Κριαρ.) + κατάλ. ‑ούλι. H λ. και σήμ.]
- Eίδος παιγνιδιού, το κρυφτό: