Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφομιλώ [krifomiló] & -άω Ρ10.1α : μιλώ ψιθυριστά με κπ., προσπαθώντας να μην ακούσει κανένας άλλος τα λόγια μου και γενικότερα να μη γίνει αντιληπτή η συζήτησή μου από κπ. άλλο: Kρυφομιλούσανε σε μια γωνιά. || Έμαθα πως κρυφομιλάς με κάποιο γείτονά σου, κυρίως για κρυφή ερωτική σχέση.
[μσν. κρυφομιλώ < κρυφο- + μιλώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφομιλώ· κουρφομιλώ.
-
- Mιλώ κρυφά, ψιθυριστά:
- (Λίβ. Esc. 364).
[<κρυφο‑ + μιλώ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Mιλώ κρυφά, ψιθυριστά: