Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυφοκοιτάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυφοκοιτάζω [krifokitázo] -ομαι Ρ2.2 & κρυφοκοιτάω [krifokitáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.6 : κοιτάζω, παρατηρώ κτ. κρυφά, προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: Bγαίνοντας κρυφοκοίταξε στην κουζίνα. Kρυφοκοίταζε πίσω από την κουρτίνα. Kρυφοκοιτάχτηκαν με σημασία.

[κρυφο- + κοιτάζω, κοιτάω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες