Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφο- [krifo] & κρυφ- [krif], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει κρυφά, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τρίτους αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: κρυφακούω, ~βλέπω, ~γε λώ, ~καμαρώνω, ~μιλώ, ~χαίρομαι· ~κοίταγμα. || σε σύνθετα ουσιαστικά: ~γέλιο.
[μσν. κρυφ(ο)- θ. του επιρρ. κρυφ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κρυφο-δαγκάνω, κρυ φο-βουλή `μυστική συμβουλή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφοαναδακρυώνω· κρουφαναδακρυώνω.
-
- Δακρύζω κρυφά:
- κρουφά παρακαλεί και κρουφαναδακρυώνει (Eρωτόκρ. B´ 2385).
[<κρυφο‑ + αναδακρυώνω]
- Δακρύζω κρυφά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφοαναντρανίζω· κρουφοαναντρανίζω.
-
- Kρυφοβλέπω σηκώνοντας το βλέμμα:
- (Eρωτόκρ. A´ 2153).
[<κρυφο‑ + αναντρανίζω]
- Kρυφοβλέπω σηκώνοντας το βλέμμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφοβουλή η.
-
- Kρυφή, μυστική συμβουλή:
- (Λίβ. Esc. 1180 χφ).
[<επίθ. κρυφός + ουσ. βουλή]
- Kρυφή, μυστική συμβουλή:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφογαμούμαι.
-
- Συνουσιάζομαι κρυφά:
- (Συναξ. γυν. 661).
[<κρυφο‑ + γαμούμαι]
- Συνουσιάζομαι κρυφά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφογελώ [krifojeló] & -άω Ρ10.4α : γελώ κρυφά, προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός.
[κρυφο- + γελώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφογελώ.
-
- Γελώ σε βάρος κάπ., κοροϊδεύω:
- (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 222).
[<κρυφο‑ + γελώ. H λ. και σήμ.]
- Γελώ σε βάρος κάπ., κοροϊδεύω:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφογογγύζω.
-
- Γκρινιάζω, δυσανασχετώ κρυφά:
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 20112‑3).
[<κρυφο‑ + γογγύζω]
- Γκρινιάζω, δυσανασχετώ κρυφά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφοδαγκάνω· κρυφοδακάνω.
-
- Δαγκώνω κρυφά, απροειδοποίητα·
- (μεταφ.) βλάπτω ύπουλα:
- (Διγ. Άνδρ. 38833).
- (μεταφ.) βλάπτω ύπουλα:
[<κρυφο‑ + δαγκάνω. H λ. και σήμ.]
- Δαγκώνω κρυφά, απροειδοποίητα·
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφοδακώ.
-
- Δαγκάνω κρυφά·
- (μεταφ.) βλάπτω ύπουλα:
- (Διγ. Esc. 1460).
- (μεταφ.) βλάπτω ύπουλα:
[<κρυφο‑ + δακώ]
- Δαγκάνω κρυφά·