Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφακούω [krifakúo] Ρ (βλ. ακούω) : ακούω κρυφά όσα οι άλλοι συζητούν, προσπαθώ να ακούσω, χωρίς να γίνω αντιληπτός, τις συζητήσεις άλλων: Kρυφάκουγε πίσω από την πόρτα.
[κρυφ(ο)- + ακούω]