Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφά, επίρρ.· κουρφά· κρουφά.
-
- Kρυφά, μυστικά, αφανέρωτα:
- να πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γροικήσει (Eρωτόκρ. E´ 877).
[<επίθ. κρυφός. Οι τ. στο Somav. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Kρυφά, μυστικά, αφανέρωτα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφακούω [krifakúo] Ρ (βλ. ακούω) : ακούω κρυφά όσα οι άλλοι συζητούν, προσπαθώ να ακούσω, χωρίς να γίνω αντιληπτός, τις συζητήσεις άλλων: Kρυφάκουγε πίσω από την πόρτα.
[κρυφ(ο)- + ακούω]