Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυσταλλώδης, επίθ.
-
- Όμοιος με κρύσταλλο· δροσερός και διαυγής, λαμπερός:
- κρυσταλλώδην ποταμόν (Kαλλίμ. 151)·
- κρυσταλλώδης σάρκα (αυτ. 795).
[μτγν. επίθ. κρυσταλλώδης. H λ. και σήμ.]
- Όμοιος με κρύσταλλο· δροσερός και διαυγής, λαμπερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυσταλλώδης -ης -ες [kristalóδis] Ε11 : που έχει τις ιδιότητες της κρυστάλλου· κρυσταλλοειδής.
[λόγ. < ελνστ. κρυσταλλώδης `παγωμένος΄ κα τά τη σημ. της λ. κρύσταλλος]