Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυσταλλογραφικός -ή -ό [kristaloγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυσταλλογραφία.
[λόγ. < γαλλ. cristallographique < cristallo graph(ie) = κρυσταλλογραφ(ία) -ique = -ικός]