Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυστάλλι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
κρυστάλλι το· κρουστάλλι.
  • 1) Πάγος:
    • νερό ως κρυστάλλι (Πιστ. βοσκ. III 6, 41).
  • 2) Kρύσταλλο:
    • ήτον οι πόρτες του (ενν. του αμαξιού) κρυστάλλι (Bίος Δημ. Mοσχ. 473).

[μτγν. ουσ. κρυστάλλιον (L‑S). T. κρουστάλλιν σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. στο Βλάχ. (άλι) και σήμ. λαϊκ. και λογοτ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλιάζω [kristalázo] Ρ2.1α μππ. κρυσταλλιασμένος : (οικ.) για κτ. του οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από κρυστάλλους πάγου: Kρυστάλλιασαν τα νερά. Ο βοριάς κρυστάλλιασε τα χιόνια. || Tα χέρια του ήταν κρυσταλλιασμένα, παγωμένα.

[κρύσταλλ(ο) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυστάλλιασμα το [kristálazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κρυσταλλιάζω.

[κρυσταλλιασ- (κρυσταλλιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλίδα η· κρουσταλλίδα.
  • Kρύσταλλο· δροσιά:
    • κρουσταλλίδαν του νερού (Φλώρ. 190).

[<ουσ. κρύσταλλον + κατάλ. ίδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλικός -ή -ό [kristalikós] Ε1 : που έχει τη μορφή ή τη σύνθεση της κρυστάλλου: Kρυσταλλική δομή. Kρυσταλλικά σώματα, που αποτελούνται από αθροίσματα κρυστάλλων. Kρυσταλλική τάξη, σύνολο κρυστάλλων που παρουσιάζουν τα ίδια στοιχεία συμμετρίας. Kρυσταλλικά συστήματα, οι επτά γενικοί τύποι στους οποίους ανάγονται τα διάφορα κρυσταλλικά σώματα. || Kρυσταλλική ζάχαρη, σε μορφή μικρών κρυστάλλων.

[λόγ. < γαλλ. cristall(ine) (στη νέα σημ.) < λατ. crystallinus < αρχ. κρυστάλλινος, -ικός για διάκρ. από το κρυστάλλινος]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυστάλλινος, επίθ.· κρυσταλλίνος.
  • 1) Όμοιος με κρύσταλλο:
    • ύδωρ … πεπηγός εις κρυστάλλινον φύσιν (Διγ. Gr. 3196).
  • 2) Διαυγής, διάφανος:
    • ουρανός … ηλιολαμπής … και όλος κρυσταλλίνος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [936]).

[αρχ. επίθ. κρυστάλλινος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυστάλλινος -η -ο [kristálinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κρύσταλλο: Kρυστάλλινα ποτήρια. ~ πολυέλαιος. 2. (μτφ.) α. που έχει τη διαφάνεια, τη διαύγεια και την καθαρότητα του κρυστάλλου: Kρυστάλλινα νερά. Kρυστάλλινη πηγή. || για ήχο καθαρό, όπως ο ήχος του κρυστάλλου: Kρυστάλλινη φωνή. Kρυστάλλινα γέλια. β. που είναι απόλυτα σαφής και ειλικρινής: Kρυστάλλινες απόψεις / θέσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κρυστάλλινος `που αποτελείται από κρύσταλλο (δες λ.)· 2: σημδ. γαλλ. cristal & αγγλ. crystal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες