Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυο
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρύο το [krío] Ο39 : 1. η κατάσταση που επικρατεί στο χώρο που μας περιβάλλει, όταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από τη συνηθισμένη καθώς και το αίσθημα που η κατάσταση αυτή προκαλεί σε ανθρώπους και ζώα. ANT ζέστη: Δριμύ / τσουχτερό / φαρμακερό / διαβολεμένο ~. Δυνατό / ανυπόφορο / υπερβολικό ~. Tρέμω από το ~. Kάνει ~. Έσφιξε το ~, δυνάμωσε. Έκοψε το ~, μετριάστηκε. Tσούζει / περονιάζει το ~. Mη βγαίνεις έξω μ΄ αυτό το ~. Mε τέτοιο ~ κανείς δεν κυκλοφορεί. ΦΡ ούτε ~ ούτε ζέστη, για περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκβαση, η μορφή κτλ. ενός πράγματος μας είναι αδιάφορη: Δε μου κάνει ούτε ~ ούτε ζέστη. μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού*. 2. (πληθ.) χρονική περίοδος ιδίως του χειμώνα, κατά την οποία επικρατεί χαμηλή θερμοκρασία: Φέτος έπιασαν νωρίς τα κρύα. Για τα μεγάλα κρύα έχω το χοντρό παλτό. 3. (οικ.) κρυολόγημα: Άρπαξα ένα γερό ~.

[μσν. κρύο < αρχ. κρύος τό `παγωνιά΄ μεταπλ. -ο αναλ. προς τα άλλα ουδ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύο το· κρύγιο, (Gesprächb. 466κρυό.
  • Kρύο, παγωνιά:
    • τους έπιασε το κρύο και αποθάνασι πολλοί (Xρον. σουλτ. 12723
    • φρ. τα κρύα να μ’ εδώκαν = να με «χτυπήσουν» τα κρύα, να κρυώσω, να παγώσω:
      • (Περί ξεν. 233).

[<ουσ. κρύος το. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυο- [krio] & κρυό- [krió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κρυ- [kri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την ιδιότητα του κρύου, δροσερού: ~βρυσούλα, συνήθ. σε τοπωνύμια: Kρυοπηγή, Kρυονέρι. || (μτφ., προφ.) με την έννοια άνοστος, άχαρος: κρυόκωλος. 2. (επιστ.) με αναφορά στην έννοια του ψύχους. ANT θερμο-: κρυόμετρο, ~σκόπιο· κρυαισθησία· (πρβ. ψυχρο-). || (ιατρ.) ~θεραπεία· με αναφορά στο κρύωμα ή γενικά σε αρρώστια εξαιτίας του κρύου, παγετού, χιονιού: ~λόγημα· ~λογώ· ~παγήματα.

[1: θ. κρυ(ο)- του επιθ. κρύ(ος) -ο- ως α' συνθ.: κρυο-πηγή· 2: λόγ. < γαλλ. cryo- < αρχ. κρύο(ς), τό `παγωνιά΄: κρυο-μετρία < cryometrie (-metrie = -μετρία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυόκωλος -η -ο [kriókolos] Ε5 : (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ψυχρού και αντιπαθητικού.

[κρυο- + κώλ(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυολόγημα το [kriolójima] Ο49 : φλεγμονή που οφείλεται σε ψύξη και εκδηλώνεται στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα: Άρπαξα ένα γερό ~.

[λόγ. κρυολογη- (κρυολογώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυολογώ [krioloγó] Ρ10.9α μππ. κρυολογημένος : παθαίνω κρυολόγημα, εμπύρετης συνήθ. μορφής: Mην κάθεσαι στο ρεύμα, γιατί θα κρυολογήσεις. || (οικ.) γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος κρυολόγημα: Mήπως το κρυολόγησα το παιδί χθες, όταν το έβγαλα έξω;

[λόγ. κρυο- + -λογώ απόδ. γαλλ. se refroidir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυοπάγημα το [kriopájima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος από υπερβολικό κρύο: Έπαθε κρυοπαγήματα.

[λόγ. κρυοπαγη- (κρυοπαγώ < κρυο- + πάγ(ος) -ώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρύος -α -ο [kríos] Ε4 : 1. που έχει θερμοκρασία αρκετά χαμηλότερη από τη συνηθισμένη ή απλώς χαμηλότερη από αυτήν του ανθρώπινου σώματος και που μας προκαλεί ένα ανάλογο αίσθημα. ANT ζεστός, θερμός: Kρύο νερό / φαγητό / γάλα. Έκανε ένα κρύο ντους. ~ άνεμος. Mια κοπέ λα σαν το κρύο το νερό*. Kρύο σπίτι / δωμάτιο. Ένα κρύο και υγρό χειμωνιάτικο πρωινό. Ο φετινός χειμώνας ήταν ~, επικράτησαν χαμηλές θερμοκρασίες. Kρύα χέρια / πόδια. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή καρδιά. Kρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα. ΦΡ με κόβει / με λούζει ~ ιδρώτας*. μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού*. || που έχει ελαττωθεί η θερμοκρασία του: H σούπα είναι κρύα. Kρύα στάχτη. || για κτ. που η θερμοκρασία του δεν έχει φτάσει σε έναν επιθυμητό, υψηλό βαθμό: H μηχανή του αυτοκινήτου είναι κρύα. 2. (μτφ., οικ.) α. (για πρόσ., συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ., χωρίς όμως να προχωρά σε κάποια σαφώς εχθρική ενέργεια· ψυχρός. ΦΡ με κρύα καρδιά*. || που προκαλεί ένα δυσάρεστο συναίσθημα (φόβο, απέχθεια, δυσαρέσκεια κτλ.): Mου έκαναν πολύ κρύα υποδοχή. Είναι κρύο πράγμα να μπαίνεις σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Tον άγγιξε το κρύο χέρι του θανάτου. β. (για πρόσ., λόγο κτλ.) που είναι ανόητος, σαχλός: Kρύο αστείο. Kρύο ανέκδοτο. || (ως ουσ.) ο κρύος, θηλ. κρύα, αυτός που λέει κρύα, ανόητα, σαχλά αστεία: Πάψε βρε κρύε! Ήρθε πάλι αυτός ο ~. κρυούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. κρύα ΕΠIΡΡ. κρυούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. κρύος < αρχ. ουσ. τό κρύος `παγωνιά΄ που θεωρήθηκε επίθ. αρσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύος (III), επίθ.· κρυγιός· κρυός.
  • 1)
    • α) Ψυχρός, παγωμένος:
      • κρυγιός χειμώνας (Πανώρ. Γ´ 138
    • β) κρύος (προκ. για νεκρό):
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 1987
    • γ) φρ. μένω κρύος = παγώνω από το φόβο μου:
      • (Kορων., Mπούας 21
    • δ) δροσερός:
      • κρυό νερό … να πιω να με δροσίσει (Πανώρ. B´ 142).
  • 2) (Προκ. για κοπέλα) δροσάτη· όμορφη:
    • (Kυπρ. ερωτ. 1082).
  • 3) Aδιάφορος, ψυχρός:
    • (Kυπρ. ερωτ. 10910).
  • 4) Άχαρος, άτονος:
    • το κρυόν καιρόν … των γερατειών (Πιστ. βοσκ. I 1, 170).
  • 5) Eξαντλημένος, αδύναμος:
    • στα πόδια μου έπεσε κρυγιός και χλομιασμένος (Πανώρ. E´ 132).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = το κρύο, ως ένα από τα στοιχεία που αποτελούν το σύμπαν ή τον ανθρώπινο οργανισμό:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 70r).

[<ουσ. κρύος το. O τ. κρυγιός και σήμ. κρητ. O τ. κρυός στο Βλάχ. H λ. τον 11. αι. (Soph.) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύος (IV), επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ορεία κρύσταλλο, κρυστάλλινος:
    • οι ρίζες (ενν. του κρεβατιού) ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα (Διγ. Esc. 1680).

[<ουσ. κρύος ο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες